- παστρικάδα
- η [παστρικός]πάστρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καθαριότητα — η ιδιότητα του καθάριου, παστρικάδα: Η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)